- εὐθύνει
- εὐθύ̱νει , εὐθύνωguide straightaor subj act 3rd sg (epic)εὐθύ̱νει , εὐθύνωguide straightpres ind mp 2nd sgεὐθύ̱νει , εὐθύνωguide straightpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐθυνεῖ — εὐθύνω guide straight fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) εὐθύνω guide straight fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… … Dictionary of Greek